- παραγεωσύγκλινο
- Περιοχή του φλοιού της Γης, ενδιάμεση μεταξύ ενός τυπικού γεωσύγκλινου και μιας ηπειρωτικής τράπεζας. Στο π., ο φλοιός της Γης διπλώνει προς τα κάτω, όπως και στα γεωσύγκλινα, αλλά είναι λιγότερο έντονες οι μαγματικές διεργασίες και η πτύχωση, και απουσιάζει ο σχηματισμός βουνών. Π. μπορούν να είναι στην περιφέρεια ή μέσα στα γεωσύγκλινα, βαθιά βυθισμένα και ίσα σε πάχος με τα ιζήματα των ορθογεωσυγκλίνων. Η βάση του π. είναι συγκολλημένη, επιτρέποντας μόνο γερμανοτυπικές τεκτονικές κινήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα π. είναι η λεκάνη Ντονέτς, που σχηματίστηκε στη διάρκεια του παλαιοζωικού.
Dictionary of Greek. 2013.